- μπαλσαμώνω
- μπαλσάμωσα, μπαλσαμώθηκα, μπαλσαμωμένος, βαλσαμώνω, ταριχεύω: Της άρεσε να διακοσμεί το σπίτι της με μπαλσαμωμένα πουλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπαλσαμώνω — (Μ μπαλσαμώνω) βλ. βαλσαμώνω … Dictionary of Greek
βαλσαμώνω — και μπαλσαμώνω και βαρσαμώνω και μπαρσαμώνω [βάλσαμο] 1. ταριχεύω, καθιστώ νεκρό, πτηνά ή ζώα άσηπτα χρησιμοποιώντας αντισηπτικές ουσίες 2. επουλώνω («βαλσάμωνέ μου την πληγή») 3. ευωδιάζω («βαλσαμωμένο αέρι») 4. καταπραΰνω («τα τρομαγμένα στήθη… … Dictionary of Greek